- κραυγασμός
- κραυγ-ασμός, ὁ,A screaming, Diph.16; censured by Phryn. 317.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραυγασμός — κραυγασμός, ὁ (AM, Μ και κραυαγμός) [κραυγάζω] δυνατή φωνή, κραυγή … Dictionary of Greek
κραυγασμός — screaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)